- ἀποκαθημένη
- ἀπό-κάθημαιto be seatedperf part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποκάθημαι — ἀποκάθημαι (AM) 1. κάθομαι χωριστά, μακριά 2. παραμένω αργός, αδρανώ 3. (το θηλ. της μτχ. ως ουσ.) ἡ ἀποκαθημένη η γυναίκα που έχει εμμηνόρροια … Dictionary of Greek
ԱՊԱՐԱՀ — (ի, ից.) NBH 1 0274 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c ա. ἁποκαθήμενη menstruata որ գրի եւ ԱՊԱՐԱԽ, եւ ԱՊԱՀԱՐ. (ըստ եբր. ապարահ, է անցք. իսկ յն. աբօ՛րրէօ, բացահոսիլ. բղխել. առուիւ կամ հուռ հուռ վազել. Դաշտան. կին ախտացեալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)